- παραμυθούμενος
- παραμυθέομαιencouragepres part mp masc nom sg (attic epic doric)παραμῡθούμενος , παραμυθέομαιencouragepres part mp masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραμυθούμαι — έομαι και παραμυθώ, έω / παραμυθοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ καταπραΰνω τον σωματικό ή ψυχικό πόνο κάποιου με λόγια ή με πράξεις, παρηγορώ μσν. αρχ. ελαττώνω, μειώνω αρχ. 1. προτρέπω, παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι 2. δίνω θάρρος σε κάποιον με τα λόγια μου … Dictionary of Greek